-
1 заготовить
заготовить, заготовлять προετοιμάζω προμηθεύω (запасать)* * *= заготовлятьπροετοιμάζω; προμηθεύω ( запасать)
См. также в других словарях:
παρασκευάζω — ΝΑ, και παρασκεάζω Α 1. προετοιμάζω 2. προμηθεύομαι τα αναγκαία υλικά και ετοιμάζω για χρήση κάτι που δεν υπήρχε προηγουμένως (α. «παρασκευάζω δείπνο» β. «παρασκευάζω φάρμακο») 3. (σχετικά ιδίως με μαθητές ή στρατιωτικούς) εξασκώ, προγυμνάζω… … Dictionary of Greek
σκευάζω — ΝΑ [σκεῡος] νεοελλ. (για εμπορεύματα) συσκευάζω αρχ. 1. παρασκευάζω («σκευάζειν ἐλλέβορον μετὰ φαρμάκου», Στράβ.) 2. μαγειρεύω, ετοιμάζω φαγητό («σκευάσαντες προθεῑναι ἐν τῷ στρατοπέδῳ... δαῑτα», Ηρόδ.) 3. μτφ. κάνω, φτειάχνω («περικόμματ ἐκ σοῡ… … Dictionary of Greek